χαμαιριφής

χαμαιριφής
χαμαιριφής
thrown to the ground
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χαμαιριφής — ές, ΝΜΑ, και χαμαιρριφής Ν νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο χαμαιριφής το φυτό χαμαίρωψ μσν. αρχ. 1. εγκαταλελειμμένος στη γη («χαμαιριφῶν παιδίων», Μέγα Ετυμολογικόν) 2. εκκλ. ταπεινωμένος 3. (για πρόσ.) περιφρονημένος αρχ. χαμηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • χαμαιριφῆ — χαμαιριφής thrown to the ground neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) χαμαιριφής thrown to the ground masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) χαμαιριφής thrown to the ground masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαμαιριφές — χαμαιριφής thrown to the ground masc/fem voc sg χαμαιριφής thrown to the ground neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαμαιριφῶν — χαμαιριφής thrown to the ground masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • COLLECTUS — Infans, por exposito, in Canonib. Hibern. l. 41. Glossae Graeco Latinoe: Collectitius, σύλλεκτος, χαμαιριφής. Colligi nempe dicebantur infantes expositi, cum ab aliquo nutriendi susciperentur: tum enim illius erant, qui eos collegerat, nisi intra …   Hofmann J. Lexicon universale

  • χαμ(αι)- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα χαμαί* και δηλώνει ότι κάτι υπάρχει, βρίσκεται ή γίνεται κάτω, στο έδαφος, καταγής, χαμηλά (πρβλ. χαμαι βάμων, χαμ ερπής), χρησιμοποιήθηκε, όμως, και… …   Dictionary of Greek

  • χαμαιρριφής — ές, Ν βλ. χαμαιριφής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”